πανοπλία

πανοπλία
πᾰνοπλ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A suit of armour of a ὁπλίτης, i.e. shield, helmet, breast plate, greaves, sword, and lance, IG12.45.11 (prob.), Th.3.114, Isoc.16.29, SIG421.39 (Thermae, iii B. C.), etc.;

γυναῖκα σκευάσαντες πανοπλίῃ Hdt.1.60

;

πανοπλίᾳ παντελεῖ κοσμηθεῖσα Pl.Lg. 796c

;

κοσμήσαντες π. Ἑλληνικῇ Hdt.4.180

;

πανοπλίαν ἕστηκ' ἔχουσα Ar.Av.830

;

π. ἔχων βαδίζεις Id.Pl.951

: in pl.,

π. ἐπάργυροι καὶ κατάχρυσοι Onos.1.20

: metaph.,

ἐνδύσασθε τὴν π. τοῦ θεοῦ Ep.Eph.6.11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πανοπλία — πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc/acc dual πανοπλίᾱ , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλία — Το σύνολο των κομματιών καθένα με διαφορετικό σχήμα, ανάλογα με το μέρος του σώματος για το οποίο προοριζόταν που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν για να προστατεύουν τον άνθρωπο ή το άλογο από τα χτυπήματα των όπλων του εχθρού. Η π. ή «αρματωσιά»… …   Dictionary of Greek

  • πανοπλίᾳ — πανοπλίαι , πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλία — η το σύνολο των όπλων και εξαρτημάτων του πολεμιστή, αλλ. αρματωσιά: Η πανοπλία της εποχής του Ομήρου ήταν σύνολο επιθετικών και αμυντικών μέσων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανοπλίας — πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem acc pl πανοπλίᾱς , πανοπλία suit of armour of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαι — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc pl πανοπλίᾱͅ , πανοπλία suit of armour of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαν — πανοπλίᾱν , πανοπλία suit of armour of a fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паноплия — (Πανοπλία) полное вооружение греческого гоплита, состоявшее из поножей, лат, с внутренним и наружным поясом, меча, висевшего на левом боку, круглого щита, шлема и копья …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • πανοπλιῶν — πανοπλία suit of armour of a fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίαις — πανοπλία suit of armour of a fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανοπλίη — πανοπλία suit of armour of a fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”